ευκολόγνωρος
Смотреть что такое "ευκολόγνωρος" в других словарях:
ευκολογνώριστος — και ευκολόγνωρος, η, ο αυτός που αναγνωρίζεται εύκολα, ο ευδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γνωριστος ή γνωρος (< γνωρίζω), πρβλ. α γνώριστος, πρωτό γνωρος] … Dictionary of Greek